More

blue star ferries sponsorΟ Μάρκος Βαμβακάρης – η συγκλονιστική αυτή μορφή του ρεμπέτικου τραγουδιού, αυτή η μπάσα ακατέργαστη φωνή που συνόδευε το τρίχορδο μαγευτικό μπουζούκι του και που περιέγραφε με τόσο παράπονο τους ερωτικούς καημούς αλλά και τις αδικίες της ζωής – ήταν Συριανάκι.

Σύρα, η απάνω χώρα σου με την ανηφοριά σου,
με τα πολλά σκαλάκια σου και με το Σα-Μπαστιά σου.

Μπορεί ο Μάρκος να έφυγε νεαρός από τη Σύρα, για να πάει στον Πειραιά, αλλά δεν την ξέχασε, δεν λησμόνησε ποτέ τον τόπο του, τα πανηγύρια, τα γλέντια και τα μουσικά ακούσματα του νησιού του και δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να το μνημονεύει.

Θα σε πάρω να γυρίσω Φοίνικα, Παρακοπή,
Γαλησσά και Ντελακράτσια και ας μου ‘ρθει συγκοπή.

Γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα η Σύρος ήταν ένα νησί 6.000 κατοίκων – που οι πιο πολλοί από αυτούς είχαν ασπαστεί το καθολικό δόγμα-, με πρωτεύουσα την Άνω Σύρα, σκαρφαλωμένη στις πλαγιές ενός λόφου πάνω από το φυσικό λιμάνι. Κατά την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, η Σύρος, με τον καθολικό πληθυσμό της υπό την προστασία των Φράγκων, τήρησε ουδέτερη στάση.

Μία φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά,
λες και μάγια μου ‘χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά.

Σ’ αυτό το ασφαλές καταφύγιο καταφθάνουν πρόσφυγες πρώτα από τη Χίο, τα Ψαρά, τη Σμύρνη και κατόπιν από την Κωνσταντινούπολη, την Κρήτη και την Πελοπόννησο. Υπολογίζεται ότι η Σύρος από το 1821 ως το 1829 υποδέχεται πάνω από 8.000 ξεριζωμένους Έλληνες λόγω του απελευθερωτικού αγώνα.

Στη λαϊκή συνέλευση του 1826 αποφασίζεται η νέα πόλη να ονομαστεί Ερμούπολη, η πόλη του Ερμή, του θεού του εμπορίου. Η εξέλιξή της είναι ραγδαία. Στα ναυπηγεία της εργάζονται, το 1835, πάνω από 2.000 εργάτες και ναυπηγούνται 80 πλοία το χρόνο, χωρητικότητας 130.000 τόνων. Η προσφυγική παραγκούπολη του 1823 αποκτά σε 30 χρόνια μοναδική πολεοδόμηση, αρχοντικά σπίτια, επιβλητικά νεοκλασικά δημόσια κτίρια, όπως το Δημαρχείο, που είναι από τα ωραιότερα της Ελλάδας, έργο του Ερνέστου Τσίλλερ, το δημοτικό θέατρο «Απόλλων» – μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου-, τελωνείο, σχολή Εμπορικού Ναυτικού.

Η Σύρος, το μεγαλύτερο λιμάνι του νέου ελληνικού κράτους – χάρη στους πρόσφυγες-άποικους, που ήταν ήδη καλοί επιχειρηματίες, με εκτεταμένο εμπορικό δίκτυο σε όλο τον κόσμο-, γίνεται στη συνέχεια ένα μικρό Μάντσεστερ. Οι πρώτες βιομηχανίες που εγκαθίστανται στο νησί είναι οι βυρσοδεψίες, και ακολουθούν αλευροβιομηχανίες, μακαρονοποιίες, εκκοκκιστήρια, κλωστήρια, υφαντήρια, πλεκτήρια, πιλοποιεία. Τα εργοστάσια απασχολούν εκατοντάδες εργάτες, που είτε συμπληρώνουν το αγροτικό και κτηνοτροφικό τους εισόδημα με τη σιγουριά του μεροκάματου είτε προέρχονται από το συριανό «εργατικό προλεταριάτο».

Βάσανα, πίκρες, φαρμάκια, καραβοτσακίσματα,
σαν το βράχο που τον δέρνουν της θάλασσας τα κύματα.

Στα μέσα του 19ου αιώνα η Ερμούπολη γίνεται γνωστή σε όλη την Ευρώπη ως εμπορική πρωτεύουσα της Ελλάδας, σχεδόν ταυτίζεται με τη χώρα. Οι ευρωπαϊκοί χάρτες στη θέση της Ελλάδας σημείωναν μόνο «Syra», με κόκκινη βούλα. Η «Syra» αναγραφόταν ως νηολόγιο των καραβιών που έφταναν στη Μαρσίλια, στη Λόντρα, στην Οντέσσα και στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας.

Ο ποιητής Θεόφιλος Γκωτιέ, που επισκέφτηκε τη Σύρο στις αρχές του 19ου αιώνα, γράφει:

«H εντύπωση ήταν έξοχη. Η Σύρος είναι περίπου ο ομφαλός της Ελλάδας, η πρωτεύουσα της κομψότητας και της αρχοντιάς. Ποιος θα φανταζόταν ότι θα συναντούσα έναν τέτοιο πολιτισμό… φυτεμένο σ’ ένα νησί του Αιγαίου!».

Από τη στιγμή όμως που αναπτύχθηκε το λιμάνι του Πειραιά, ειδικά μετά τη διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου, η Ερμούπολη σιγά σιγά χάνει τη στρατηγική της σημασία ως λιμάνι και φθίνει και ως βιομηχανικό κέντρο. Δεν έχασε όμως ποτέ την ομορφιά, την αρχοντιά και την ακτινοβολία της. Μπορεί τα 45 εργοστάσια που άκμαζαν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα να έσβησαν και να χάθηκαν ως επιχειρήσεις, τα υπέροχα κτίρια όμως, δείγματα μιας άλλης εποχής, παραμένουν εκεί, προσμένοντας ν’ αποκτήσουν νέα χρήση – ήδη πολλά αρχοντικά μετατρέπονται σε ξενώνες και κάποια βιομηχανικά κτίρια αξιοποιούνται – και να σφραγίσουν με την παρουσία τους τη σημερινή πρωτεύουσα των Κυκλάδων.